- ἠχοῦν
- ἠχέωsoundpres part act masc voc sg (attic epic doric)ἠχέωsoundpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)ἠχώechofem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἠχοῦν — Ἠχώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤχουν — ἠχέω sound imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἠχέω sound imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ἤ̱χουν , ἠχέω sound imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἤ̱χουν , ἠχέω sound imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἠχέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek
διπλοκάμπαν — το 1. το να ηχούν ταυτόχρονα δύο καμπάνες εκκλησίας 2. μτφ. διπλό χαρμόσυνο ή δυσάρεστο άγγελμα 3. φρ. α) «τού ήρθε διπλοκάμπανο» τού συνέβησαν δύο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα συγχρόνως β) «το’ χει διπλοκάμπανο» βρίσκει διπλή προστασία ή… … Dictionary of Greek
καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
λιγυπτερόφωνος — λιγυπτερόφωνος, ον (Α) (για πτηνό) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά … Dictionary of Greek